θερμογόνος

θερμογόνος
-ο, θηλ. και -α
αυτός που παράγει θερμότητα («θερμογόνος πηγή»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο)-* + -γονος < γίγνομαι (πρβλ. ανδρο-γόνος, ζωο-γόνος). Η λ. μαρτυρείται από το 1811 στο περιοδικό σύγγραμμα Ερμής οΛόγιος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • θερμογόνος — α, ο αυτός που παράγει θερμότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θερμ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής, το οποίο προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. «θερμός, ζεστός». Το θερμ(ο) χρησίμευσε και ως α συνθετικό πολλών επιστημονικών όρων τών νεώτερων ευρωπαϊκών γλωσσών (πρβλ. θερμογράφος,… …   Dictionary of Greek

  • θερμαντικός — ή, ό (ΑΜ θερμαντικός, ή, όν) [θερμαντός] ο ικανός να θερμαίνει, αυτός που παράγει θερμότητα, ο θερμογόνος («τὸ μὲν τῆς ψυχῆς μετὰ τοῡ σώματος θερμαντικὸν οἶνος», Πλάτ.) νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το θερμαντικό κάθε θερμό υγρό που λαμβάνεται για… …   Dictionary of Greek

  • θερμογονία — η [θερμογόνος] η ιδιότητα τού θερμογόνου, η παραγωγή θερμότητας …   Dictionary of Greek

  • θερμοπαραγωγός — ό αυτός που παράγει θερμότητα, ο θερμογόνος …   Dictionary of Greek

  • φλόγα — Θερμικό και φωτεινό φαινόμενο, που συνοδεύει την καύση αερίων. Τα υγρά και τα στερεά (πετρέλαιο, ξύλο κλπ.) καίγονται με φ. μόνο αν, με τη θερμότητα, δώσουν αεριώδη προϊόντα αποσύνθεσης. Η φωτεινότητα μιας φ. εξαρτάται από την παρουσία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”